A.spread out, ἠέρα πίτνα (Ep. impf.) Il.21.7; πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας stretching out his arms to me, Od.11.392; πίτναν τ᾽ ἐς αἰθέρα χεῖρας (impf.) Pi.N.5.11; “πίτνατε λεπταλέας στολίδας” AP10.6 (Satyr.): metaph., excite, flutter, “τὸ λεῖον φαλακρὸν ἡδονῇ πιτνάς” S.Ichn.359:—Pass., “ἀμφὶ δὲ χαῖται . . πίτναντο” Il.22.402; “θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι” E.El.713 (lyr.); “πίτνατο . . παστὸς θαλάμων” AP7.711 (Antip.):—also πίτνω , only “ἔπιτνον ἀλωήν” Hes.Sc. 291.
πίτνημι , poet. form of πετάννυμι,